- μουσειακός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μουσείο ή έχει κάποιο από τα χαρακτηριστικά του2. απαρχαιωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μουσείο. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Σ. Α. Κουμανούδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.